ἔμπνευσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A on-breathing, LXXPs.17(18).16.
German (Pape)
[Seite 815] ἡ, Einhauchen, Begeisterung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπνευσις: -εως, ἡ, φύσημα, ἀπὸ ἐμπνεύσεως πνεύματος ὀργῆς σου Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 16). ΙΙ. θεοπνευστία, θεία ἔμπνευσις Γρηγ. Νύσσ. 2. 187Α καὶ ἀλλ.· πρβλ. ἐμπνέω ΙΙ. 2.