γνωριστικός

From LSJ
Revision as of 18:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωριστικός Medium diacritics: γνωριστικός Low diacritics: γνωριστικός Capitals: ΓΝΩΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: gnōristikós Transliteration B: gnōristikos Transliteration C: gnoristikos Beta Code: gnwristiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A capable of apprehending, cognitive, Pl.Def.414c; κινητικὸν ἐδόκει ἡ ψυχὴ εἶναι καὶ γ. Arist.de An.404b28; τοῦ εἴδους Id.Ph.194b4; ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γ. Id.Metaph.1004b26; ἡ τῆς γ. γραμμῆς τομή title of work ascribed to Archytas, Iamb.Comm. Math.2; capable of knowing, Plu.2.79d, Arr.Epict.2.20.21; γ. τοῦ μέλλοντος Max.Tyr.1.5. Adv. -κῶς, ζῆν Porph.Gaur.16.3.    II corresponding with knowledge, ἰδιότητες τοῦ ὄντος Porph.Sent.38.

German (Pape)

[Seite 499] zum Erkennen geschickt, δύναμις Plat. Def. 414 c; τοῦ καλοῦ Plut. profect. virt. p. 253; zum Merkmal dienend, Poll. 1, 182.

Greek (Liddell-Scott)

γνωριστικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς πρόσκτησιν γνώσεως, Πλάτ. Ὁρ. 414C, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 2, 13· τινος ὁ αὐτ. Φυσ. 2. 2, 10· περί τινος ὁ αὐτ. Μεταφ. 3. 2, 20.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
capable de connaître, gén..
Étymologie: γνωρίζω.