δερμύλλω
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
A = φλάω, Sch.Ar.Nu.734; cf. δερκύλλειν.
German (Pape)
[Seite 549] die Haut zurückziehen, τοῦ πέους Schol. Ar. Nubb. 724.
Greek (Liddell-Scott)
δερμύλλω: φλάω, Σχόλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 731.