διαδοιδυκίζω
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
(δοίδυξ)
A make a closed fist like a pestle, Com.Adesp. 973. II = ὀρχεῖσθαι ἀσχημόνως, ibid.
German (Pape)
[Seite 576] eigtl. mit der Mörserkeule (δοίδυξ) durcheinanderstoßen, von VLL. verschieden erkl.
Greek (Liddell-Scott)
διαδοιδῡκίζω: (δοίδυξ) τρίβω ὡς διὰ δοίδυκος (γουδοχεριοῦ), συντρίβω, λειαίνω, Ἡσύχ.