ἐλλάμπω

Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A shine, Σείριος . . ὀξὺς ἐ. Archil.61: c. dat., shine upon, irradiate, τῇ ψυχῇ Ph.1.273; πᾶσιν Procl.Inst.23; εἰς ψυχήν Hierocl. in CA10p.433M.; εἰς τὴν οἰκείαν ἕδραν Jul.Or.4.134b; shine or be reflected in, ἐν τοῖς ὄμμασι τῶν πλησίον Plu.2.4od: c. dat., Iamb.Myst. 2.3, al.    II trans., illuminate, ἐλλάμπουσα ἀεὶ ἐλλάμπεται Plot. 2.9.2, cf. Procl.in Ti.2.285 D., al.; ὅταν [ἡ ψυχὴ] οἷον ἐλλάμψῃ πρὸς ἑαυτήν Plot.6.4.16:—metaph. in Med., distinguish oneself, gain glory in or with, [τῷ ἱππικῷ] ἐπεῖχε ἐλλάμψεσθαι Hdt.1.80; τῇσι νηυσί Id.8.74.    2 cause to shine upon, καλλονὴν ἑκάστῳ Them.Or.4.52b; cause to shine, ἡ τῶν θεῶν παρουσία τὸ φῶς ἐ. Iamb.Myst.2.6.

German (Pape)

[Seite 800] darin, darauf leuchten, scheinen, vom Sirius, Archil. frg. 32; Plut. de audit. 5. – Med., sich in Etwas auszeichnen, hervorthun, Her. 1, 80. 8, 74.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλλάμπω: μέλλ. -ψω, λάμπω ἐπάνω εἴς τι, Ἀρχίλ. 55· λάμπω ἢ ἀντανακλῶμαι ἔν τινι, τινὶ Πλούτ. 2. 40D. ΙΙ. μεταβ., λαμπρύνω, ἐλλάμπουσα ἀεὶ ἐλλάμπεται Πλωτῖν. 2. 9, 2· - μεταβ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διακρίνομαι, δοξάζομαι ἔν τινι, εἴς τι, τῷ ἱππικῷ ἐπεῖχε ἐλλάμψεσθαι Ἡρόδ. 1. 80, πρβλ. 8. 74.

French (Bailly abrégé)

briller ou réfléchir dans, τινι;
Moy. ἐλλάμπομαι se distinguer, s’illustrer : τινι en qch.
Étymologie: ἐν, λάμπω.