δυσανάπειστος
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
ον,
A hard to convince, Pl.Prm.135a.
German (Pape)
[Seite 675] schwer zu überzeugen, Plat. Parm. 135 a.
Greek (Liddell-Scott)
δυσανάπειστος: -ον, δυσκατάπειστος, Πλάτ. Παρμ. 135Α.