δίχολος
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A with double gall, Ael.NA11.29. II at variance, πόλις cj. in Alc.37 A; δ. γνῶμαι, = διάφοροι, Achae.39.
German (Pape)
[Seite 646] mit zwei Gallen, Ael. H. A. 11, 29; übertr., sehr bitter, feindselig; γνῶμαι, Achaeus bei Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
δίχολος: -ον, ὁ διπλῆν ἔχων χολήν, πρόβατα ἄχολα ἐν τῷ Πόντῳ φασίν, ἐν δὲ τῇ Νάξῳ τῇ νήσῳ καὶ δίχολα Αἰλ. π. Ζ. 11. 29. ΙΙ. δ. γνῶμαι = διάφοροι, Ἀχαιὸς παρ’ Ἡσυχ. ὅ ἴδε.