ἀναιδεύομαι
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
English (LSJ)
A behaveimpudently, Ar.Eq.397 codd., Phld.Rh.1.251S.
German (Pape)
[Seite 189] sich unverschämt betragen, Ar. Equ. 396 u. Sp., vgl. ὑπεραναιδ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναιδεύομαι: ἀποθ., φέρομαι ἀναιδῶς, Ἀριστ. Ἱππ. 397, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 66.
French (Bailly abrégé)
se conduire avec impudence.
Étymologie: ἀναιδής.