ἀναίσχυντος
English (LSJ)
ον,
A shameless, impudent, Alc.Supp.21.5, E.IA327, etc., Ar.Pax182, And.4.17, Pl.Lg.671c (Comp.), Ap.17b (Sup.), etc.:—τὸ ἀναίσχυντον, = ἀναισχυντία, E.IA1144. Adv. -τως Pl.Ap. 31b: Sup. ἀναισχυντότατα ἀνθρώπων D.27.18. II of things, shameful, abominable, βορά E.Cyc.416; θῆκαι Th.2.52.
German (Pape)
[Seite 190] schamlos, unverschämt, τοῦτό μοι ἔδοξεν αὐτῶν ἀναισχυντότατον εἶναι Plat. Apol. 17 b; abscheulich, πράξεις Ar. Ran. 465 u. öfter; θῆκαι Thuc. 2, 52. – Adv., Plat. Apol. 81 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναίσχυντος: -ον, ἀναιδής, «ἀδιάντροπος», Εὐρ. Ι. Α. 327, κτλ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 182, Ἀνδοκ. 31. 20, Πλάτ., κτλ.: ― τὸ ἀναίσχυντον = ἀναισχυντία, Εὐρ. Ι.Α. 1114: ― Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Ἀπολ. 31 Β· ὑπερθ. ἀναισχυντότατ’ ἀνθρώπων Δημ. 819. 7. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, αἰσχύνης ἄξια, βδελυκτά, βορὰ Εὐρ. Κύκλ. 416, πρβλ. Θουκ. 2. 52.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 impudent, effronté;
2 honteux, abominable.
Étymologie: ἀ, αἰσχύνομαι.