αὐτόκτιτος

From LSJ
Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόκτῐτος Medium diacritics: αὐτόκτιτος Low diacritics: αυτόκτιτος Capitals: ΑΥΤΟΚΤΙΤΟΣ
Transliteration A: autóktitos Transliteration B: autoktitos Transliteration C: aftoktitos Beta Code: au)to/ktitos

English (LSJ)

ον, (κτίζω)

   A self-produced, i.e. made by nature, natural, αὐτόκτιτ' ἄντρα A.Pr.303; αὐ. δόμους S.Fr.332.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόκτῐτος: -ον, (κτίζω) ὁ αὐτομάτως γενόμενος, ὁ ἐκ φύσεως σχηματισθείς, πετρηρεφῆ αὐτόκτιτ’ ἄντρα Αἰσχύλ. Πρ. 301˙ «αὐτοκτί[σ]τους δόμους˙ οὐ κατεσκευασμένους, ἀλλ’ ἐκ ταὐτομάτου γεγενημένους, ἢ τοὺς οἰκουμένους. Σοφοκλῆς Κηδαλίωνι» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 306).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fondé de soi-même, càd naturel.
Étymologie: αὐτός, κτίζω.