βραχυκατάληκτος

From LSJ
Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠκατάληκτος Medium diacritics: βραχυκατάληκτος Low diacritics: βραχυκατάληκτος Capitals: ΒΡΑΧΥΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: brachykatálēktos Transliteration B: brachykatalēktos Transliteration C: vrachykataliktos Beta Code: braxukata/lhktos

English (LSJ)

ον,

   A ending in a short syllable, A.D.Pron.50.24, Arc.192.20. Adv. -τως f.l. for -παραλήκτως (q. v.), Sch.Ar.Pl.1057, = Suid. s.v. παιδιά.    II β. μέτρον, short by a foot, Heph.4.4, Aristid.Quint. 1.23:—hence βρᾰχῠ-καταληκτέω, to end so, Sch.Ar.Ra.317:—Subst. βρᾰχῠ-καταληξία, ἡ, such an ending, Heph. Poëm.5.

German (Pape)

[Seite 462] mit einer kurzen Sylbe endigend, Gramm.; häufiger, um einen Fuß zu kurz sein, μέτρα Arist. Quint. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠκατάληκτος: -ον, ὁ κατὰ ἕνα πόδα βραχύς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1043, κτλ.· -ἐντεῦθεν –ληκτέω, οὕτω καταλήγω, Σχόλ. εἰς Βατρ. 317· καὶ οὐσιαστ. –ληξία, ἡ, ὅτανστίχος εἶνε βραχὺς κατὰ ἕνα πόδα, Ἰωάν. Ἀλεξ. σ. 21. Πρβλ. καταληκτικός, ὑπερκατάληκτος.