βραχυκατάληκτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A ending in a short syllable, A.D.Pron.50.24, Arc.192.20. Adv. -τως f.l. for -παραλήκτως (q. v.), Sch.Ar.Pl.1057, = Suid. s.v. παιδιά. II β. μέτρον, short by a foot, Heph.4.4, Aristid.Quint. 1.23:—hence βρᾰχῠ-καταληκτέω, to end so, Sch.Ar.Ra.317:—Subst. βρᾰχῠ-καταληξία, ἡ, such an ending, Heph. Poëm.5.
German (Pape)
[Seite 462] mit einer kurzen Sylbe endigend, Gramm.; häufiger, um einen Fuß zu kurz sein, μέτρα Arist. Quint. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχῠκατάληκτος: -ον, ὁ κατὰ ἕνα πόδα βραχύς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1043, κτλ.· -ἐντεῦθεν –ληκτέω, οὕτω καταλήγω, Σχόλ. εἰς Βατρ. 317· καὶ οὐσιαστ. –ληξία, ἡ, ὅταν ὁ στίχος εἶνε βραχὺς κατὰ ἕνα πόδα, Ἰωάν. Ἀλεξ. σ. 21. Πρβλ. καταληκτικός, ὑπερκατάληκτος.