ἀπέχθημα
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ατος, τό,
A object of hate, ETr.425.
German (Pape)
[Seite 289] τό, Gegenstand des Hasses, Eur. Tr. 425.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέχθημα: -ατος, τό, πᾶν ὅ,τι μισεῖ τις, ἓν ἀπέχθημα πάγκοινον βροτοῖς Εὐρ. Τρῳ. 425.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet de haine.
Étymologie: ἀπεχθάνομαι.