ἀναριθμέομαι
From LSJ
English (LSJ)
Med.,
A reckon up, enumerate, D.19.18. II reconsider, Pl.Ax.372a:—Act., D.C.36.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνᾰριθμέομαι: μέσ., ἀπαριθμῶ, Δημ. 346. 20. ΙΙ. ἀναθεωρῶ, ἀναλογίζομαι, νυνὶ δὲ ἠρέμα κατ’ ἐμαυτὸν ἀναριθμήσομαι τὰ λεχθέντα Πλάτ. Ἀξ. 372Β. - Τὸ ἐνεργ. ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Δίωνος Κασ. (36, 18): ἂν τοὺς κινδύνους .. ἀναριθμήσητε.