ἀραιότης
From LSJ
ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A looseness of substance, porousness, rarity, opp. πυκνότης, Hp.Aph. 5.63, al., Arist.Pr.869b30: pl., Id.Ph.260b10, Epicur.Ep.2p.49U., Placit.3.12.1; τῶν πόρων Arist.Aud.802a24; opp. πύκνωσις, Plu.Fr.inc. 149.
German (Pape)
[Seite 343] ητος, ἡ die Beschaffenheit des Dünnen, Schwammigen, im Ggstz der πυκνότης, bes. σώματος, Hippocr,; γλώσσης Plut. plac. phil. 4, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀραιότης: -ητος, ἡ, χαλαρότης τῆς συστάσεως, τῶν σωμάτων, ἀντίθ. τῷ πυκνότης, Ἱππ. Ἀφ. 1255, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Πρβλ. 2. 32, 2· πλ., ὁ αὐτ. Φυσ. 8. 7, 5. ΙΙ. σπάνις, ὀλιγότης, τῶν πόρων ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 32.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
manque de densité, porosité.
Étymologie: ἀραιός.