ἑλκεχίτων
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ,
A trailing the tunic, with a long tunic, epith. of the Ionians, Il.13.685, h.Ap.147.
German (Pape)
[Seite 798] ωνος, ὁ, mit langem, nachschleppendem Rocke, Ionier, Il. 13, 685; h. Apoll. 147.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκεχίτων: ῑ, ωνος, ὁ, ὁ ἕλκων τὸν χιτῶνα, ὁ φορῶν μακρὸν χιτῶνα, ἐπίθ. τῶν Ἰώνων, Ἰάονες ἑλκεχίτωνες Ἰλ. Ν. 685· πρβλ. ποδήρης.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
à la tunique traînante.
Étymologie: ἕλκω, χιτών.