διαπρηστεύω
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
A v. διαδρηστεύω.
German (Pape)
[Seite 598] l. d., Her. 4, 79, v. l. διεπίστευσε, emend. διεδρήστευσε, Reiz διεπερίσσευσε.
Greek (Liddell-Scott)
διαπρηστεύω: ἴδε ἐν λ. διαδρηστεύω.