αἱματικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A of the blood, θερμότης Arist.PA697a29; ὑγρότης Id.GA777a7; τροφή, ὕλη, Id.PA652a21, 665b6; χυμός Gal.13.332. II = ἔναιμος, of animals which have blood, opp. ἄναιμος, Arist.PA665b5, cf. HA489a25; τὸ ἧπαρ -κώτατον PA673b27.
Greek (Liddell-Scott)
αἱματικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ αἷμα ἀνήκων· θερμότης, Ἀριστ. Μορ. Ζ. 4. 13, 27· ὑγρότης, ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 4. 8, 13· τροφή, ὕλη, ὁ αὐτ. Μορ. Ζ. 2. 6, 8., 3. 4, 3. ΙΙ = ἔναιμος, ἐπὶ τῶν ἐχόντων αἷμα ζῴων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἄναιμος, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 1. 4, 2, Μορ. Ζ. 2. 1, 21, κτλ.