αἰτιολογικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A ready at giving the cause, inquiring into causes, αἰτιολογικώτατος, of Aristotle, D.L.5.32; causal, τρόπος Epicur.Nat.144 G.:—Subst., τὸ -κόν investigation of causes, Str.2.3.8. 2 Gramm., causal, σύνδεσμοι, σύνταξις, etc., A.D.Conj. 231.4, al., Adv.200.2. Adv. -κῶς Id.Synt.320.3.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτιολογικός: ή ,όν, ἕτοιμος πρὸς αἰτιολογίαν, ὁ ἐρευνῶν τὰς αἰτίας, αἰτολογικώτατος, περὶ Ἀριστοτέλους, Διογ. Λ. 5. 32: - Ὡς οὐσιαστ. αἰτιολογικὸν ἢ αἰτιολογικὴ (ἐνν. τέχνη), διερεύνησις τῶν αἰτίων, Στράβ. 104, Γαλην. 2) σύνδεσμος αἰτιολογικός, Γραμμ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne la recherche ou l’indication des causes;
2 t. de gramm. qui exprime l’idée de cause, causal en parl. de certaines conjonctions;
Sp. αἰτιολογικώτατος.
Étymologie: αἰτία, λόγος.