διερεύνησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, investigation, Str.16.4.5, Iamb. Comm.Math.22, dub. in Epicur.Nat.135 G.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 investigación, estudio Epicur.Fr.[34.32] 13, c. gen. τῆς τῶν ἐλεφάντων θήρας Str.16.4.5, cf. Iambl.Comm.Math.22, τοῦ ὄντος Procl.in Prm.1072.2, σαφὴς γίνεται ἡ δ. τοῦ πράγματος Clem.Al.Strom.8.11.2.
2 plu. patrullas de exploración Afric.Cest.11.2.28.

Greek (Liddell-Scott)

διερεύνησις: -εως, ἡ, ἀκριβὴς ἔρευνα, Κλήμης 919, Ἰάμβλιχ. (Στοβ. Ἀνθ. 81, 17).

German (Pape)

ἡ, das Durchforschen, Stob.