ἀλαλαί
From LSJ
English (LSJ)
or ἀλαλαλαί [ᾰλ], exclam. of joy, in formula
A ἀλαλαὶ ἰὴ παιών Ar.Av.1763, Lys.1291. ἀλαλάξιος, god of the war-cry, epith. of Ares, Corn.ND21; of Zeus, Call.Aet.3.1.60.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλᾰλαί: [ᾰ], ἐπιφώνημα χαρᾶς, ἐν τῇ φράσει: ἀλαλαί ἰὴ παιήων, Ἀριστοφ. Ὄρ. 1763, Λυσ. 1291, καὶ ἐκ διορθώσεως ἐν Ὄρ. 953, ἀντὶ ἀλαλάν· πλεῖσται ἐκδόσεις ἔχουσιν ἀλαλαλαὶ ἐπὶ τῇ βάσει ἄλλων κωδίκων· ὑπάρχουσι καὶ γραφαί: ἀλλαλαί, ἀλλαλή.