ἄμοιρος

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμοιρος Medium diacritics: ἄμοιρος Low diacritics: άμοιρος Capitals: ΑΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: ámoiros Transliteration B: amoiros Transliteration C: amoiros Beta Code: a)/moiros

English (LSJ)

ον, (cf. ἄμμορος)

   A without lot or share in thing, τινός A.Th.733, Eu.353, etc.; mostly of those bereft of some good, τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν ἄ. Pl.Smp.202d; τῆς τοῦ θείου συνουσίας Id.Phd. 83e; τῆς ἀρετῆς Arist.EN1102b12:—rarely, freed from some evil, ἄ. ὕβρεως, μεταβολῆς, Pl.Smp.181c, Plt.269e; τοῦ γήρως Isoc.9.71.    2 abs., portionless, E.Ph.610, Pl.Smp.197d:—ofthings, ἄχωρακαὶ ἄ. Tab.Defix.96.18, 97.30.    3 exempt from fate, Trag.Adesp.248.    II c. gen. pers., τῶν κάτωθεν θεῶν having no portion with them, S.Ant. 1071.

German (Pape)

[Seite 127] ohne Antheil (μοῖρα), entbehrend, τινός, bes. eines Gutes, Aesch. Spt. 715; Eum. 333; Soph. Al 1306; Ant 1058; Eur. Phoen. 613. Ebenso Plat., τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν Conv. 202 d; ὕβρεως ἄμ., frei von, 181 c; λόγοι ἄμ. πράξεων Dem. 11, 23; ohne cas., unglücklich, Plat. Legg. IX, 878 b Conv. 197 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμοιρος: -ον, ὅμοιον τῷ ἄμμορος, ὁ μὴ ἔχων κλῆρον ἢ μερίδιον ἔν τινι πράγματι, τινὸς Αἰσχύλ. Θ. 732. Εὐμ. 353, κτλ.: ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν ἀποκλεισθέντων ἐξ ἀγαθοῦ τινος πράγματος ἢ στερηθέντων αὐτοῦ, τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν ἄμοιρος Πλάτ. Συμπ. 202D τῆς τοῦ θείου συνουσίας ὁ αὐτ. Φαίδων 83Ε· τῆς ἀρετῆς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 14: ― σπανίως, ἀπηλλαγμένος κακοῦ τινος, ἀμ. ὕβρεως, μεταβολῆς, Πλάτ. Συμπ. 181C. Πολιτ. 269Ε· 2) ἀπολ., ὡς τὸ ἄμμορος, ἀτυχής, κακόμοιρος, δυστυχής, ὡς καὶ νῦν, Εὐρ. Φοίν. 613, Πλάτ. Συμπ. 197D. ΙΙ. μ. γεν. προσ.: ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ’ αὖ θεῶν ἄμοιρον, κατέχεις δὲ ἐνταῦθα ἀμέτοχον τῶν κάτω θεῶν, Σοφ. Ἀντ. 1071. ― Παρὰ Πινδ. Ν. 6. 26 νῦν ἀναγινώσκεται ἄμμορος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne participe pas à, exclu de, gén..
Étymologie: ἀ, μοῖρα.