ἀμοργός

From LSJ
Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμοργός Medium diacritics: ἀμοργός Low diacritics: αμοργός Capitals: ΑΜΟΡΓΟΣ
Transliteration A: amorgós Transliteration B: amorgos Transliteration C: amorgos Beta Code: a)morgo/s

English (LSJ)

(A), ὁ, (ἀμέργω)

   A one who squeezes or drains, ἀμοργοί, πόλεως ὄλεθροι Cratin.214.    2 ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς lanterns which protect [the light] from winds, F.mp.84.    II proparox. ἄμοργος (v.l. ἄμεργος), = ἀμόργη, Ph.Bel.86.34, al.
ἀμοργός (B), ὁ,

   A = ἀμοργίς, Cratin.96, cf. Paus.Gr.Fr.47, Harp.

German (Pape)

[Seite 128] (ἀμέργω), auspressend, πόλεως, vom Demagogen, Cratin. bei Suid., der ὄλεθρος erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοργός: ὁ (ἀμέργω) ὁ συνθλίβων ἢ ἀποστραγγίζων ἢ ἐκμυζῶν τι, ἀμοργοί, πόλεως ὄλεθροι Κρατῖνος ἐν «Σεριφίοις» 13, ἔνθα ἴδε Meineke. ΙΙ. παρ’ Ἐμπεδ. 222, ἔχομεν ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς, λαμπτῆρας προφυλάττοντας [τὸ φῶς] ἀπὸ τῶν ἀνέμων· ἴδε Μουλλάχιον ἐν τόπῳ. Πολλὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἀμουργούς. Περὶ τοῦ ἐν «Μαλθακοῖς» 4 Κρατίνου «ἀμοργὸν ἔνδον ...» ἴδε ἐπὶ πᾶσι Meineke.