ἀναζωγραφέω
From LSJ
English (LSJ)
A paint completely, delineate, Str.8.3.30; picture to oneself, Ph.2.59, Arr.Epict.2.18.16, S.E.M.7.222:—Pass., to be painted on, ἀσπίδες αἷς οὐδὲν ἀνεζωγράφητο μίμημα Ph.2.591; to be represented, Diog.Oen.7.
German (Pape)
[Seite 187] auf-, vormalen, Strab. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναζωγραφέω: ζωγραφῶ, διαγράφω, σκιαγραφῶ, Στράβ. 354, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 222, Κλήμ. Ἀλ. 435.