ἀνακαμπτήριον

From LSJ
Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot

Source

German (Pape)

[Seite 191] τό, der Ort, auf dem man umbiegt, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακαμπτήριον: τό, τόπος πρὸς περίπατον, «οἶκοί τε, βασίλειοι ταῖς στοαῖς, λουτρά τε καὶ ἀνακαμπτήρια παρεξετείνετο» Εὐσεβ. βίος Κωνστ. 4. 59.