Full diacritics: ἀνανεωτικός | Medium diacritics: ἀνανεωτικός | Low diacritics: ανανεωτικός | Capitals: ΑΝΑΝΕΩΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: ananeōtikós | Transliteration B: ananeōtikos | Transliteration C: ananeotikos | Beta Code: a)nanewtiko/s |
ή, όν,
A renewing, reviving, τινός J.AJ11.4.7.
[Seite 199] verjüngend, erneuend, Ioseph.
ἀνανεωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα ἢ τὴν δύναμιν νὰ ἀνανεώνῃ, νὰ ἀναζωπυρῇ, τινὸς Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 417.