ἀνασκολόπισις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A impaling, Sch.A.Pr.7, Eust.1136.54.
German (Pape)
[Seite 207] ἡ, das Aufpfählen, Kreuzigen, Schol. Aesch. Prom. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασκολόπῐσις: -εως, ἡ, «παλούκωμα», Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 7, Εὐστ.