ἀνακήρυκτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A = ἀκήρυκτος, dub. in Poll.8.139.
German (Pape)
[Seite 191] öffentlich bekannt gemacht, bes. durch den Herold.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακήρυκτος: -ον, = ὁ ἀνακηρυχθείς, Διον. Ἀρεοπ.: ἀλλά, 2) παρὰ Πολυδ. Η. 139 ἡ λέξις φαίνεται ὡς ἔχουσα τὴν σημασ. τοῦ ἀκήρυκτος, δι’ ὃ καὶ παρελείφθη ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ.