ἀνδραπόδιον
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
τό, Dim. of ἀνδράποδον, Hyp.Fr.227, Diph.80, POxy.1102.15 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 216] τό, dim. von ἀνδράποδον, Hyperid. Poll. 3, 77.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδραπόδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀνδράποδον, ἀνδραπόδι’ ἤδη ταῦθ’ ὁρᾷς; Δίφιλ. ἐν «Τιθραύστῃ».