ἀνθρωποκτονέω
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
English (LSJ)
A v.l. for ἀνθρωποσφαγέω, E.Hec.260; offer human sacrifice, Phylarch.63:—Subst. ἀνθρωπο-κτονία, ἡ, Porph.Abst. 2.55, Hld.10.7.
German (Pape)
[Seite 234] Menschen morden, Eur. Hec. 260.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποκτονέω: διάφορος γραφὴ ἀντὶ ἀνθρωποσφαγέω, Εὐρ. Ἑκ. 260, πρβλ. Φύλαρχ. 63: ― Οὐσιαστ., ἀνθρωποκτονία, ἡ Κλήμ. Ἀλ. 36, Ἡλιόδ. 10. 7.