ἀντιπαρέκτασις
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
English (LSJ)
εως, ἡ,
A interpenetration of two or more bodies in κρᾶσις, Chrysipp.Stoic.2.153.
German (Pape)
[Seite 257] ῆ, = ἀντιπαράτασις, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαρέκτᾰσις: -εως, ἡ, παρέκτασις πρός τι, ἀντιπαράτασις, ἐξίσωσις, Χρύσιππ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 376, Φίλων 1. 433.