ἀποδυτέον
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
A one must strip, τινά Luc.Herm.38; one must put off, χιτῶνας Porph.Abst.1.31. II (from Pass.) ἀ. ταῖς γυναιξίν they must strip off their clothes, Pl.R.457a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδῠτέον: ῥημ. ἐπίθ. πρέπει τις νὰ ἐκδύσῃ νὰ ἀπογυμνώσῃ, καὶ τοὺς ἄλλους σοι ἀποδυτέον Λουκ. Ἑρμότ. 38. ΙΙ. ἐκ τοῦ Παθ., ἀπ. ταῖς τῶν φυλάκων γυναιξίν, πρέπει αἱ γυναῖκες τῶν φυλάκων ν’ ἀπεκδυθῶσι, Πλάτ. Πολ. 457Α.