ἀποτελειόω
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
or ἀποτελει-τελεόω,
A bring to maturity, Aristid. Or.43(1).13:—Pass., come to maturity, Arist.HA576b7.
German (Pape)
[Seite 330] vollenden, Sp., p. = ἀποτελέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτελειόω: φέρω τι εἰς τὴν ἀκμὴν αὐτοῦ, ἁδρύνω, πεπαίνω. - Παθ., ἁδρύνομαι, φθάνω εἰς ἀκμήν, φθάνω εἰς ἥβην, ἡβάσκω, ἀποτελειοῦται τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων ἔμπροσθεν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 22, 11. ΙΙ. μυσταγωγῶ, Διον. Ἀρεοπ.