ἀπόταυρος
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
ον,
A apart from the bull, Arist.HA595b19.
German (Pape)
[Seite 329] βοῦς, (vom Stier entfernt), nicht besprungen, Arist. H. A. 8, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόταυρος: -ον, μακρὰν ἀπὸ τοῦ ταύρου, ἀνόχευτος, διὸ ἐν τῇ ἠπείρῳ τὰς καλουμένας πυρρικὰς [πυρρὶχας] βοῦς ἐννέα ἔτη διατηροῦσιν ἀνοχεύτους καὶ καλοῦσιν ἀποταύρους Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 7, 3.