ἀποσκευάζω

From LSJ
Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source

German (Pape)

[Seite 324] abpacken; bes. med., Gepäcke, Hindernisse fortschaffen, aus dem Wege räumen, Pol. 2, 26, 6; τὰ ἀπὸ τῆς χώρας 4, 81, 11; Dion. Hal. 9, 25 u. Sp.; τὰ ἐνοχλοῦντα Hdn. 4, 13, 9 u. Sp. – Nach Poll. 5, 91 = ἀποπατέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκευάζω: μέλλ. -άσω, ἀφαιρῶ τι, τὴν ὀροφὴν Λυκοῦργ. 166. 9. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δένω εἰς δέματα τὰς ἀποσκευάς, ἑτοιμάζω αὐτὰς πρὸς μετακόμισιν, Πολύβ. 2. 2, 26, κτλ. 2) ἐκποδὼν ποιοῦμαι , «ξεφορτώνομαί» τινα, μόνος τῶν πώποτε τυραννοκτόνων μιᾷ πληγῇ δύο πονηροὺς ἀποσκευασάμενος καὶ φονεύσας Λουκ. Τυρανν. 1, κ. ἀλλ. 3) = ἀποπατέω, Πολυδ. Ε΄, 91.

French (Bailly abrégé)

démolir, enlever.
Étymologie: ἀπό, σκευάζω.