ἀσώματος
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ον,
A disembodied, incorporeal, Pl.Phd.85e, al., Arist.Ph.209a16, de An.404b31, al., Epicur.Ep.1p.22U., Stoic.2.117, etc.; σῶμα ἀσωματώτατον Arist.de An.409b21: Comp. -ώτερος Id.Ph.215b5. Adv. -τως Iamb.Myst.5.16, Procl. Inst.142, Dam.Pr.376. II non-metallic, Maria ap.Zos.Alch. p.196B. III in Law, not specified in the body of a document, PSI 6.709.19.
German (Pape)
[Seite 382] (σῶμα), unkörperlich, Cic. N. D. 1, 12; Plut. adv. St. 30 u. öfter Anthol., z. B. I, 33. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσώμᾰτος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ μὴ ἔχων σῶμα, Πλάτ. Φαίδων 85Ε, κ. ἄλλ. Ἀριστ. Φυσ. 4. 1, 10, περὶ Ψυχ. 1. 2, 20, κ. ἀλλ.· ἀσωματώτατον ὁ αὐτ. 1. 5, 4. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ., κτλ.: ― καὶ ἀσωματοειδής, ές, Κύριλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans corps, incorporel.
Étymologie: ἀ, σῶμα.