ἀστροθέτημα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A a group of stars, constellation, Suid. s.v. ἀστήρ.
German (Pape)
[Seite 378] τό, Schol. Od. 4, 75, Sternbild.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστροθέτημα: τό, ἄθροισμα ἀστέρων, ἀστερισμός, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀστήρ.