ἀφήγησις
From LSJ
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
English (LSJ)
εως, Ion. ἀπήγ-, ιος, ἡ,
A narration, ἀξιωτάτη ἀπηγήσιος worth telling, Hdt.2.70; οὐκ ἀξίως ἀ. in a way not fit to be told, Id.3.125; ἱστορίας D.H.2.7; πραγμάτων J. BJ1.11.4, cf. Arr.An.Prooem.2, Luc.Hist.Conscr.30, Aristid.1.154J., Hermog.Id.1.1, al.; report, SIG578.54 (Teos, ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 409] ἡ, ion. ἀπήγησις, Erzählung, Her. 2, 70. 3, 24 u. öfter; Luc. Qu. Hist. 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφήγησις: Ἰων. ἀπήγησις -εως, ἡ, διήγησις, ἀξιωτάτη ἀπηγήσιος, δηλ. ἀξιωτάτη διηγήσεως, Ἡρόδ. 2. 70· οὐκ ἀξίως ἀπηγήσιος, κατὰ τρόπον ἀνάξιον διηγήσεως, ὁ αὐτ. 3. 125.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
récit, narration.
Étymologie: ἀφηγέομαι.