ἀφόρισμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is set apart: the wave-offering, LXX Ex.29.24, al.
German (Pape)
[Seite 414] τό, das Abgegränzle, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφόρισμα: τό, τὸ ἀποχωριζόμενον, τὸ χωριστὰ τιθέμενον, προσφορά, καὶ ἀφοριεῖς αὐτὰ ἀφόρισμα ἔναντι Κυρίου Ἑβδ. (Ἔξοδ. Κθ΄, 24. 26, κ. ἀλλ.)