κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Full diacritics: ἀχρειότης | Medium diacritics: ἀχρειότης | Low diacritics: αχρειότης | Capitals: ΑΧΡΕΙΟΤΗΣ |
Transliteration A: achreiótēs | Transliteration B: achreiotēs | Transliteration C: achreiotis | Beta Code: a)xreio/ths |
ητος, ἡ,
A unprofitableness, worthlessness, LXX To.4.13.
[Seite 419] ητος, ἡ, Untauglichkeit, LXX.
ἀχρειότης: -ητος, ἡ, ἀχρηστία, ἔλλειψις ἀξίας, Ἑβδ. (Τωβ. δ΄, 13).