βηχώδης
From LSJ
χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam
English (LSJ)
ες,
A coughing, Hp.Epid.1.3. 2 accompanied by, productive of coughing, κατάρροοι Id.Aph.2.31, cf. Id.Art.49 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 443] ες, hustend, hustenartig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
βηχώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων βῆχα, ἐνοχλούμενος ὑπὸ βηχὸς, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 941. 2) ὅμοιος πρὸς βῆχα, κατάρροοι ὁ αὐτ. Ἀφ. 1248.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 qui tousse;
2 semblable à la toux.
Étymologie: βήξ, -ωδης.