βηχώδης
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
βηχῶδες,
A coughing, Hp.Epid.1.3.
2 accompanied by, productive of coughing, κατάρροοι Id.Aph.2.31, cf. Id.Art.49 (Comp.).
Spanish (DGE)
-ες
medic.
1 de pers. aquejado de tos πολλοὶ ... βηχώδεες ... ἐγένοντο Hp.Art.50, cf. Epid.1.3, 5.59, Gal.10.300, Orib.4.8.15.
2 genéricamente de afecciones que consiste en tener tos o de síntomas acompañado de tos χειμεριναὶ καὶ αἱ νοῦσοι, καὶ βηχώδεες Hp.Hum.13, πνεῦμα Hp.Coac.62, 622, πτύελα Hp.Coac.372, ἀποστάσεις Hp.Epid.2.1.7, κατάρροιαι Hp.Aph.3.31, cf. Dieuch.15.69, 80, Aret.SD 1.11.3, Gal.5.696
•de una determinada dieta que favorece el tener tos κενεαγγεῖν ... βηχωδέστερον Hp.Art.49.
3 del tipo o en forma de tos subst. τὸ βηχῶδες tos Hp.Epid.6.7.1, ἐκ τῶν βηχωδέων a consecuencia de la tos Hp.Epid.2.2.8, cf. Aret.CA 2.2.20.
German (Pape)
[Seite 443] ες, hustend, hustenartig, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 qui tousse;
2 semblable à la toux.
Étymologie: βήξ, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
βηχώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων βῆχα, ἐνοχλούμενος ὑπὸ βηχὸς, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 941. 2) ὅμοιος πρὸς βῆχα, κατάρροοι ὁ αὐτ. Ἀφ. 1248.
Greek Monolingual
βηχώδης, -ες (Α) [βηξ(-χός)]·1. εκείνος που βήχει
2. εκείνος που συνοδεύεται από βήχα ή προκαλεί βήχα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βηχώδης -ες βήξ
1. hoestend:. βηχώδεες οὐ λίην niet al te zeer hoestend Hp. Epid. 1.3.
2. met hoest gepaard gaand:. κατάρροοι βηχώδεες verkoudheden met hoest Hp. Aph. 3.31.