Βοιώτιος
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Béotie, Béotien ; en mauv. part lourdaud, béotien.
Étymologie: Βοιωτός.
English (Autenrieth)
Boeotian; subst. Βοιωτοί, Boeotians.
English (Slater)
Βοιώτιος
1 Boeotian ἀρχαῖον ὄνειδος Βοιωτίαν ὗν (O. 6.90) ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον (cf. Σ. (O. 6.152), ὅτι διὰ τὴν ἀγροικίαν καὶ τὴν ἀναγωγίαν τὸ παλαιὸν οἱ Βοιωτοὶ ὕες ἐκαλοῦντο) fr. 83. pl. pro subs., ἀγῶνές τ' ἔννομοι Βοιωτίων (βοιωτῶν, -ίας vv. ll.: -ιοι byz.) (O. 7.85)