γαργαρεών
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A uvula, Hp.Prog.[23], Arist.Resp.474a20; γ. ἀνεσπασμένος Hp.Epid.3.1.σ, cf. Gal.UP7.5. 2 a morbid condition thereof, = σταφυλή, Hp.Aff.4. 3 trachea, Arist.HA492b11.
German (Pape)
[Seite 475] ῶνος, der Zapfen im Munde, Arist. H. A. 1, 11; Medic.
Greek (Liddell-Scott)
γαργαρεών: -ῶνος, ὁ, ἡ σταφυλὴ ἐν τῷ στόματι, Λατ. uvula, Ἱππ. Προγν. 45, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 7· γ. ἀνεσπασμένος Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1074. Πρβλ. πρηγορεών.