γομφόδετος
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (LSJ)
ον,
A nail-bound, δόρει A.Supp.846 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 500] mit Nägeln verbunden, δόρυ, Schiff, Aesch. Suppl. 826.
Greek (Liddell-Scott)
γομφόδετος: -ον, δι’ ἥλου ἠσφαλισμένος, δεδεμένος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 846.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lié ou assujetti au moyen de chevilles.
Étymologie: γόμφος, δέω.