τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Full diacritics: δειμᾰτοποιός | Medium diacritics: δειματοποιός | Low diacritics: δειματοποιός | Capitals: ΔΕΙΜΑΤΟΠΟΙΟΣ |
Transliteration A: deimatopoiós | Transliteration B: deimatopoios | Transliteration C: deimatopoios | Beta Code: deimatopoio/s |
όν,
A terrifying, Sch.E.Hec.70.
[Seite 537] = folgdm, Schol. Eur. Hec. 69.
δειματοποιός: -όν, προξενῶν φόβον, Σχ. Εὐρ. Ἑκ. 69 (πρβλ. δειματόω;)