δεδίττομαι
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
A v. δειδίσσομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δεδίττομαι: ἴδε ἐν λ. δειδίσσομαι.
French (Bailly abrégé)
att. c. δεδίσσομαι.
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Full diacritics: δεδίττομαι | Medium diacritics: δεδίττομαι | Low diacritics: δεδίττομαι | Capitals: ΔΕΔΙΤΤΟΜΑΙ |
Transliteration A: dedíttomai | Transliteration B: dedittomai | Transliteration C: dedittomai | Beta Code: dedi/ttomai |
A v. δειδίσσομαι.
δεδίττομαι: ἴδε ἐν λ. δειδίσσομαι.
att. c. δεδίσσομαι.