διαίρεσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A divisibility, Arist.Metaph.1016b4, al. 2 Medic., dissection, ζῴων Gal.4.664. b venesection, Antyll. ap. Orib.7.9.2. c surgical operation, Phld.Lib.p.56O. d pl., wounds, Diod.Rh.p.53H. II dividing, distribution, of money, Hdt.7.144; of spoil, X.Cyr.4.5.55; ἐν διαιρέσει [ψήφων] in the reckoning of the votes on either side, A. Eu.749; ἀντίγραφον διαιρέσεως BGU1013.1 (i A.D.). III distinction, ἀγνωσίας τε καὶ γνώσεως Pl.Sph.267b; [τῆς δημοκρατίας καὶ τῆς ὀλιγαρχίας] Arist.Pol.1294a34. IV in Logic, division of genus into species, τῶν γενῶν κατ' εἴδη δ. Pl.Sph.267d; ἡ διὰ τῶν γενῶν δ. Arist.APr.46a31; opp. συναγωγαί, Pl.Phdr.266b. b separation of subject and predicate, περὶ σύνθεσιν καὶ δ. ἐστι τὸ ψεῦδος καὶ τὸ ἀληθές Arist.Int.16a12. 2 ὁ παρὰ τὴν δ. [λόγος] the fallacy of division (cf. σύνθεσις), Id.SE177a33. V Rhet., division or distribution into heads, Hermog.Prog.7, Stat.1, Onos.2 tit., etc. VI Gramm., resolution of a diphthong into two syllables, A.D.Pron.87.2, al.; of one word into two, κατὰ διαίρεσιν ἀναγνωστέον Ath.11.492a, cf. Trypho Trop.1.8. VII in Metric, division of a line at the close of a foot, diaeresis, Aristid.Quint.1.24. VIII Math., δ. λόγου transformation of a ratio dividendo, Euc. 5Def.15; κατὰ διαίρεσιν Archim.Sph.Cyl.2.6. IX division of troops, of the Roman cohors, J.AJ7.14.9.
German (Pape)
[Seite 579] ἡ, Trennung der Stimmen, d. i. Entscheidung, Aesch. Eum. 749; Theilung, der Beute, Xen. Cyr. 4, 5, 55; τῆς χώρας Pol. 3, 40, 9, u. sonst; Vertheilung von Geld, Her. 7, 144; Eintheilung, τῶν γενῶν κατ' εἴδη Plat. Soph. 267 d; Ggstz συναγωγαί Phaedr. 266 b. – Unterscheidung, τῶν ὀνομάτων Prot. 358 a. – Unterschied, Soph. 267 b; Arist. u. Folgde. – κατὰ διαίρεσιν, getrennt, Ggstz κατὰ συνθετόν, Ath. XI, 492 a; bes. das getrennte Aussprechen zweier Vokale, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
διαίρεσις: -εως, ἡ, χωρισμὸς εἰς μέρη, διαιρετότης, Ἀριστ. Μεταφ. 4. 6, 19, κ. ἀλλ. ΙΙ. μοίρασμα, διανομή, χρημάτων, Ἡρόδ. 7. 114· λαφύρων, λείας, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 55· ἐν διαιρέσει [[[ψήφων]]], κατὰ τὴν διαλογήν, τὸν λογαριασμὸν τῶν ψήφων δι’ ἑκάτερον τῶν μερῶν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 749. ΙΙΙ. διάκρισις μεταξύ τινων, ἀγνωσίας τε καὶ γνώσεως Πλάτ. Σοφ. 267Β· τῆς δημοκρατίας καὶ τῆς ὀλιγαρχίας Ἀριστ. Πολ 4. 9, 1, κτλ. IV. ἐν τῇ λογικῇ, διαίρεσις τοῦ γένους εἰς τὰ εἴδη του, Πλάτ. Σοφ. 264C, 267D, Ἀριστ. Ἀναλ. Πρ. 1. 31, κ. ἀλλ.· ἀντίθ. τῷ συναγωγή, Πλάτ. Φαίδρ. 266Β. 2) τὸ ἐν τῇ διαιρέσει σόφισμα (πρβλ. σύνθεσις), Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 6 καὶ 20· καλούμενον φαλακρός, Calvus, ἢ σωρείτης, Acervalis, Cic. Divin. 2. 4, Acad. Post. 2. 16. V. ἐν τῇ ῥητορ., διαίρεσις εἰς κεφάλαια, τὸ τοῦ Κικέρωνος partitio, ὅρα Σώπατρ. (Walz Ρήτ) VI. παρὰ τοῖς γραμμ., ὁ χωρισμὸς διφθόγγου εἰς δύο συλλαβάς, ἢ μιᾶς λέξεως εἰς δύο, κατὰ διαίρεσιν ἀναγνωστέον Ἀθήν 492Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
division, séparation :
I. division en parties ; particul.
1 t. d’arithm. division;
2 t. de log. division du genre en espèces ; t. de dialectique le sophisme de la division;
3 t. de rhét. partition oratoire;
4 t. de gramm. diérèse, ou séparation d’une diphtongue en deux voyelles ; séparation de deux mots;
5 t. de prosodie diérèse, ou coupe du vers lorsqu’un mot se termine avec le pied;
II. distribution, répartition, partage (d’argent, de dépouilles, etc.) ; dépouillement (des votes);
III. distinction.
Étymologie: διαιρέω.
Ant. I.1 πολλαπλασιασμός, I.4 συναίρεσις.