διάκλεισις
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
εως, ἡ,
A closing, εἰσόδων τῶν πρός τινα J.AJ18.6.4.
Greek (Liddell-Scott)
διάκλεισις: -εως, ἡ, ὁ ἀποκλεισμός, ἀπόκλεισις, Ἰώσηπ. Ι. Ἀρχ. 18. 6, 4.