διάλευκος
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
ον,
A quite white, Arist.Pr.894a39, LXXGe.30.32, Str.17.1.31, Plu.Alex.51, Aret.SD2.13; αἱ λίμναι -ότεραι τῆς θαλάττης Arist. Pr.932a29.
Greek (Liddell-Scott)
διάλευκος: -ον, μεμιγμένος μετὰ λευκοῦ, Ἀριστ. Πρβλ. 23. 6, Στράβων 807, Πλούτ. Ἀλεξ. 51.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mêlé de blanc, blanchâtre.
Étymologie: διά, λευκός.
English (Slater)
διάλευκος
1 white all through δια[λ]εύκων ὀστέ[ων] (supp. Lobel: fort. διὰ λ. legendum) fr. 169. 28.