διάδρασις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, (διαδιδράσκω)
A an escape from, ἀναγκῶν, πυρός, J. AJ17.4.2 and 10.2.
Greek (Liddell-Scott)
διάδρᾱσις: -εως, ἡ, (διαδιδράσκω) διαφυγή, ὑπεκφυγή, Ἰώσηπ. Ἰ. Α. 18. 5, 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
évasion, fuite.
Étymologie: διαδιδράσκω.